Το «8 φετίχ»* κυκλοφόρησε στις 21/12/2012 και αποτελεί δημιουργία του Βδελύγματος, του Σφάλματος, το οποίο ανέλαβε τη μουσική επιμέλεια και τη μίξη (μέλη του Θεάτρου Δρόμου), και του Onesecbeforetheend (στίχοι, ερμηνεία), με τον οποίο συνεργάστηκαν. Η πορεία του δίσκου σημαδεύτηκε από μια σειρά γεγονότων και απόψεων που εκφράστηκαν και τελέστηκαν ενάντια στους δημιουργούς και στο δίσκο ως καλλιτεχνική δημιουργία και πολιτιστική παρέμβαση. Ως εκ τούτου, μια τελευταία απάντηση που συνοψίζει το ιστορικό της κατάστασης και την άποψη μας επιβάλλεται, όχι ως απολογία, αλλά ως απάντηση και παρέμβαση μέσα στο και για το κίνημα, καθώς και ενάντια στις νοοτροπίες που φυτοζωούν παρασιτικά εντός του.
Αρχικά, πρέπει να τονίσουμε πώς το «8 φετίχ» ως δημιουργία έχει αρκετές φορές αναλυθεί στο κοινό με διάφορους τρόπους. Για παράδειγμα, το δελτίο τύπου που βγήκε πριν την κυκλοφορία του δίσκου αναφέρεται αρκετά ξεκάθαρα στο θεατρικό ύφος που χαρακτηρίζει τις ερμηνείες και τους στίχους των δύο mcs, καθώς και στο ότι τo «8 φετίχ» ως συνολικό έργο αποτελεί tribute στη λογοτεχνία του Μαρκήσιου ντε Σαντ. Τα δελτία τύπου, φυσικά, έχουν συχνά πολύ τυπικό χαρακτήρα και δεν μπορούν να σταθούν από μόνα τους ως τεκμήρια του τι είναι πραγματικά ο δίσκος. Γι’ αυτό, λοιπόν, το «8 φετίχ» συνοδεύεται επιπλέον από ένα 16σέλιδο booklet, το οποίο εξηγεί τα νοήματα κάθε στίχου, κάθε κομματιού. Και καμιά υπεράσπιση του βιασμού και του σεξισμού δε θα βρείτε εκεί μέσα. Λίγο μετά την κυκλοφορία του δίσκου, ανέβηκε ολόκληρος στο internet μαζί με τους στίχους, το booklet και τις αναλυτικές επεξηγήσεις των στίχων στο rapgenius.com**, για όποιον ήθελε να ακούσει, να μελετήσει, να ελέγξει και να διασταυρώσει απόψεις, φήμες και γνώμες. Στα τέλη του 2013, κυκλοφόρησε από το Θέατρο Δρόμου μια αυτοτελής έκδοση ενός βιβλίου βασισμένου στον δίσκο. Το «8 φετίχ: directors cut»***, όπως ονομάστηκε, μια συλλογή διηγημάτων και σχεδίων. Το έντυπο ξεκινά μ’ ένα πρόλογο που για άλλη μια φορά επισημαίνει τους σκοπούς των δημιουργών.
Δυστυχώς, οι ανακοινώσεις, τα δελτία, τα κείμενα, τα διηγήματα, οι επεξηγήσεις των στίχων και οι κατ’ιδίαν συζητήσεις δεν κατάφεραν να πείσουν ούτε στο ελάχιστο αυτούς/ές που μάλλον δεν ήθελαν να πειστούν. Στο live του Βδελύγματος με τον Οnesec στη Θεσσαλονίκη στα πλαίσια του φεστιβάλ σεξουαλικότητας, οι δύο καλλιτέχνες αποκαλέστηκαν ρατσιστές, σεξιστές και λίγο ή πολύ φασίστες με αφορμή τους στίχους τους από μία μικρή ομάδα ατόμων. Εκτός των στίχων, φαίνεται να ενόχλησαν και κάποια –σαφώς– ειρωνικά σχόλια ανάμεσα στα κομμάτια, που αφορούσαν την καταπιεσμένη σεξουαλικότητα μπάτσων και φασιστών. Και λέμε «σαφώς», διότι ο τρόπος με τον οποίο αυτές οι ειρωνείες λέχθηκαν, ο τόπος στον οποίο ειπώθηκαν (φεστιβάλ σεξουαλικότητας) και η αντίδραση του κόσμου (γέλια), έκαναν πασιφανείς τις προθέσεις και πέτυχαν το σκοπό τους. Το σκηνικό αυτό ακολούθησε η δημοσίευση ενός κατάπτυστου κειμένου από τη συλλογικότητα στην οποία προφανώς ανήκαν, το «περι βδελυγμάτων», που αναφέρεται στο live παραποιώντας κακεντρεχώς τα γεγονότα, υπερβάλλοντας και βγάζοντας αυθαίρετα συμπεράσματα.
Τέλος, είχαμε την τύχη να δεχτούμε μια «αντισεξιστική παρέμβαση» που έγινε σε live που συμμετείχε το Βδέλυγμα στις εστίες του ΕΚΠΑ. Πέρα από τα πολύ ουσιώδη συνθήματα και τρικάκια τύπου «ONESECBEFORETHEEND ΣΚΑΣΕ», είχαμε και άλλα που κατηγορούσαν, όχι απλά το βδέλυγμα και το θέατρο δρόμου (καθώς την ώρα που έγινε η παρέμβαση, ανέβηκαν οι jolly roger να παίξουν), αλλά γενικά το hip-hop ως σεξιστικό («ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΧΙΠ-ΧΟΠ, ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ΜΙΚΡΟΦΩΝΟ ΤΟΥ ΕΔΩΣΕ Η ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΑ»). Ακόμα κι αν υποθέσουμε πώς δεν ενοχληθήκαμε από την –από κάθε άποψη– αδικαιολόγητη επίθεση, βρίσκουμε τελείως άτοπο να κατηγορείται μια κουλτούρα που προέκυψε από τα πλέον καταπιεσμένα (αλλά ταυτόχρονα υπό διαρκή εξέγερση) στρώματα της Αμερικής, ως εκ γενετής σεξιστική. Λυπόμαστε που της γης οι κολασμένοι δεν προβάλουν από την κόλασή τους ως άγγελοι-στρατιώτες του κινήματος αλλά προσέρχονται σε αυτό με τις αντιφάσεις τους, μα δυστυχώς έτσι έχει η πραγματικότητα∙ που και πάλι πρόκειται για την επιφάνεια της πραγματικότητας, αφού κινήματα, όπως οι μαύροι πάνθηρες, μόνοι τους ή/και σε συνεργασία με αναρχικές ομάδες και το ΚΚΗΠΑ, δώσανε σκληρό αγώνα ενάντια στο σεξισμό και το μισογυνισμό. Ίσως, βέβαια, να μην ήταν στις προθέσεις να γίνει νύξη για την γέννηση του hip-hop, αλλά να εννοηθεί πως οι καλλιτέχνες (δηλαδή εμείς), ενώ το hip-hop είναι κουλτούρα του ελεύθερου λόγου, την χρησιμοποιούν έχοντας πατριαρχικές καταβολές. Ίσως να είμαστε κι εμείς με τη σειρά μας κακεντρεχείς. Όπως και να’χει, η διατύπωση δεν βοηθάει.
Το επίπεδο της συγκεκριμένης οργανωμένης παρέμβασης, αναδεικνύεται και από το εξής γεγονός: σε προσωπική κουβέντα που είχε κάποιος από εμάς με μία απ’τις συγκεκριμένες κοπέλες, ειπώθηκε πως αντίστοιχη παρέμβαση είχε γίνει πριν καιρό στο Βδέλυγμα σε live που έκανε στο σκοπευτήριο της καισαριανής. Κάτι τέτοιο όντως έγινε τότε από μία μικρή ομάδα 3-4 ατόμων (που ήταν και στις εστίες) με κάποια συνθήματα που μετά βίας ακούστηκαν, απλά το live ήταν των Jolly Roger και το βδέλυγμα έλειπε. Γίνεται φανερό, λοιπόν, πως η ενημέρωση εντός της πρωτοβουλίας ήταν ελλιπής και υποκινούνταν από προσωπικές έριδες. Γενικά, είμαστε οι πρώτοι που υποστηρίζουμε πως το προσωπικό είναι και πολιτικό, αλλά όχι κι έτσι.
Για να επιστρέψουμε όμως, έχει δημιουργηθεί ένα «φετίχ» με το «8 φετίχ». Δεν το έχουν τα μέλη του θ*δ, αλλά όσοι αρνούνται να διαβάσουν, να ακούσουν, να μελετήσουν και να συζητήσουν όλα αυτά τα οποία μοιράστηκε εξ’αρχης ανοιχτά με αφορμή το έργο η κολλεκτίβα. Τα έργα μας, ως θέατρο δρόμου, είναι αποτέλεσμα της αδιάρρηκτης σχέσης μας με το κίνημα και της εναντίωσης μας στο υπάρχον αστικό και πατριαρχικό καθεστώς. Ωστόσο δε νιώθουμε και την ανάγκη για συνεχείς υποχωρήσεις στον κάθε αυτόκλητο ηθοποιό που θέλει να παίξει το ρόλο του δήθεν κινηματικού μπάτσου της τέχνης.
Δεν πολεμάμε την πατριαρχία, απλά επειδή έτυχε να είμαστε με τη μεριά των καταπιεσμένων, όντας μέλη των κατώτερων τάξεων. Αντιθέτως, αποδίδουμε ξεχωριστή και πανανθρώπινη (χωρίς να ξεχνάμε τις ταξικές ρίζες της καταπίεσης) αξία στο ζήτημα της χειραφέτησης απ’ τη μούχλα κάθε έμφυλου διαχωρισμού. Το ίδιο το ελληνικό αστικό κράτος συγκροτήθηκε πάνω στις αξίες του συντηρητισμού, της καταπίεσης και της ομοφοβίας. Η προσπάθεια του να μιμηθεί τώρα τελευταία τους νεοφιλελεύθερους του δυτικού κόσμου δεν μας συγκινούν γιατί δε θέλουμε καμιά ελευθερία που να περνάει μέσα από την εμπορευματοποίηση και την ελευθερία της αγοράς, ούτε φυσικά καμία που να περιορίζεται σε έκφραση μέσω των καθεστωτικών ΜΜΕ και του βαθιά αντιδραστικού νεοφιλελέ lifestyle.
Η αντίθεση μας, λοιπόν, σε φαινόμενα όπως ο βιασμός, δεν είναι θεωρητική, δεν είναι αποτέλεσμα του ότι κατηγορηθήκαμε ως προπαγανδιστές του, είναι η μόνη έντιμη θέση που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος σήμερα. Για να αντιπαρατεθεί, ωστόσο, το κίνημα σε τέτοια φαινόμενα, είτε καλλιτεχνικά, είτε πολιτικά, πρέπει να του «επιτραπεί» να μιλήσει για αυτά, να μιλήσει κυριολεκτικά και μεταφορικά σε όλα τα επίπεδα του λόγου. Πίσω απ’ τη λογοκρισία ενός έργου τέχνης ή ενός πολιτικού λόγου που φωτογραφίζει την πραγματικότητα όπως αυτή είναι, κρύβεται και η διάθεση για μεταφυσικοποίηση του φαινομένου, για αποκοπή του από τους όρους που το γεννούν και για συσκότιση της αναγκαίας μελέτης που πρέπει να γίνει για την εξάλειψη του. Το «8 φετίχ» δεν προωθεί το βιασμό. Ούτε το κάνει αυτό το κομμάτι του δίσκου «Ο βιασμός του θεάματος και το θέαμα του βιασμού». Και για του λόγου το αληθές, παραθέτουμε την ανάλυση που βρίσκεται στο booklet:
«Αρκετοί από τους λεκτικούς συνειρμούς αυτής της παρουσίασης έχουν προέλθει από την καταστασιακή [αλλά και αλχημιστική] τάση αντιμετάθεσης όρων με σκοπό την κατάδειξη μιας κατάστασης ως αυτή έχει και όχι ως αυτή φαίνεται. Η μέθοδος αυτή έχει εφαρμοστεί και από αρκετούς διανοητές του αναρχικού χώρου, συνήθως βέβαια ως συμπληρωματικό κομμάτι σε μια σωρεία επιχειρημάτων. Η καταστασιακή θεωρία θέλει τη σύγχρονη κοινωνία να έχει περάσει σε μία κατάσταση όπου το επικρατέστερο δείγμα υπεροχής είναι το φαίνεσθαι, εν συγκρίσει με το παραδοσιακά καπιταλιστικό και φεουδαλικό έχειν και το ρομαντικό και φιλοσοφικό είναι.
Η κοινωνία, λοιπόν, βασίζεται στο θέαμα και αποστολή του συνειδητοποιημένου περιπλανώμενου μέσα σε αυτήν είναι να δημιουργήσει καταστάσεις τέτοιες που θα σπάσουν τη βιτρίνα αυτή και αντιστρέφοντας όρους και θέσεις θα αφυπνίσει τον πληθυσμό από το πλατωνικό σπήλαιο της οφθαλμαπάτης. Η περίπτωση που εξετάζουμε εδώ είναι αυτή ενός μεσήλικου αναρχικού, γνώστη των παραπάνω θεωριών, ο οποίος θέλει να σπάσει την οργανική βιτρίνα του θεάματος βιάζοντας ένα σύμβολό του, μία αστέρα της τηλεοπτικής σόου μπιζ. Έχοντας αφομοιώσει σε υπερβολικό – έως καταστροφικό – βαθμό τις θεωρίες της αντιστροφής, από όργανο της αναρχίας στον αγώνα εναντίον του φασισμού μετατρέπει τον εαυτό του σε ένα ιδανικό παράδειγμα φασίστα ο οποίος δρα στο όνομα της αναρχίας. Καταρρίπτει οποιαδήποτε αναρχική θεώρηση περί ισοδυναμίας των φύλων και καθιστά τον εαυτό του ισχυρότερο μπροστά στην ανυπεράσπιστη γυναίκα η οποία έχει γίνει θύμα του σε ένα μικρό στενό κακόφημης περιοχής της Αθήνας.
Η αρρωστημένη αντιστροφή των όρων πετυχαίνει απόλυτα και το σύμβολο της σόου μπιζ, η γυναίκα αυτή, γίνεται η ιδανική αμυνόμενη ενάντια στην εξουσιαστική δομή της ανδρικότητας που προσωποποιείται στον αναρχικό. Ο τελευταίος παρουσιάζει ένα προς ένα όλα τα αναρχικά φετίχ του: λιθοβολεί το πρόσωπο της γυναίκας παρομοιάζοντάς το με βιτρίνα μαγαζιού, της κλείνει τα μάτια βλέποντας σε αυτά κάμερες ασφαλείας, συνδέει τις έννοιες της ανάληψης και της κατάθεσης με την κακοποίηση του αιδοίου. Μετά από ένα αφηγηματικό κενό, παρακολουθούμε τον αντι-ήρωα κλεισμένο στη φυλακή, στο βασικό όργανο του σωφρονιστικού συστήματος. Το γεγονός που αποδεικνύεται εδώ είναι η ανώφελη ύπαρξη του συστήματος αυτού, αναποτελεσματική ακόμα και για τους στόχους των δημιουργών του, καθώς το μόνο στο οποίο εξυπηρετεί είναι η τόνωση του συναισθήματος του πείσματος εκ μέρους του σωφρονιζόμενου, ο οποίος βλέπει πως μόνο δίκιο μπορεί να έχει απέναντι σε ένα τέτοιο σύστημα εκβιασμού και εγκλεισμού.
Η όλη παρουσίαση θέλει να συνδέσει το περιεχόμενό της με τις προσμίξεις των ιδεολογιών, ειδικά στις ακραίες εκφάνσεις τους. Η σύνδεση αναρχικών και φασιστικών θεωριών είναι ένα γεγονός που έχει λάβει χώρα στην ψυχή πολλών γνωστών ιστορικών προσωπικοτήτων, η πλειονότητα των οποίων έχει, δυστυχώς χαραχτεί στις μνήμες των περισσοτέρων ως εκπρόσωπος μίας εκ των δύο ιδεολογιών. Η παραδοχή του γεγονότος αυτού είναι αρκετή για να δημιουργήσει σκάνδαλο ανάμεσα στους δογματικούς ακολούθους των προσωπικοτήτων αυτών και των κινημάτων που όρισαν. Ο “αναρχοφασισμός”, για παράδειγμα είναι ιδεολογία κατακριτέα τόσο από αναρχικούς όσο και από φασίστες. Είναι όμως ο ιδανικός τρόπος για να εξετάσει κανείς τα επίπεδα αναρχισμού και φασισμού που ενυπάρχουν στη συμπεριφορά καθεμιάς μεμονωμένης προσωπικότητας ασχέτως σε ποια ιδεολογική ομάδα ανήκει.»
Γνωρίζουμε ότι υπάρχει μια τάση να προσπερνάμε βιαστικά το νόημα ενός πράγματος όταν δεν μας αρέσει κάτι στην μορφή του, αλλά δεν περιμέναμε να υπάρξουν τέτοιες παρεξηγήσεις. Γενικά, επικρατεί μια τάση να κρίνεται η τέχνη βάση μιας αξιολόγησης που έχει να κάνει με το «ωραίο»: αυτό που ευχαριστεί, πορρώνει, αρέσει, είναι πετυχημένο ως έργο. Το «8 φετίχ», και γενικότερα τα έργα μας, δεν ενστερνίζονται αυτήν την αντίληψη. Για εμάς η τέχνη δεν είναι μόνο προς τέρψη, αλλά σκοπό έχει και να προβοκάρει, να σοκάρει, να προβληματίσει. Επομένως, οι όμορφες εικόνες απουσιάζουν και όποιος/α από τους δέκτες πορρώνεται με τη βιαιότητα ορισμένων σκηνών, απλούστατα είναι αλλοτριωμένος. Όσο περνάει από το χέρι μας, τα συζητάμε αυτά με άλλο κόσμο, και πολλές φορές έχει τύχει να κράξουμε άτομα με λανθασμένη αντίληψη στο ζήτημα. Κι αυτό, διότι δεν θεωρούμε τους εαυτούς μας την ιντελιγκέντσια της τέχνης και μας αρέσει να αλληλεπιδρούμε.
Και κάτι τελευταίο: ο σεξισμός και κάθε λογής βλακεία, είναι διάχυτος στο χώρο μας, ιδίως στο hip-hop. Στίχοι ακραίοι, προταγματικοί, ξεστομίζονται από κάγκουρες, όχι μόνο σε μαγαζιά, αλλά και σε lives του «χώρου». Το γεγονός αυτό, απ’την στιγμή που δεν υπάρχουν αντίστοιχες παρεμβάσεις, συσσωρεύει βία στα υποκείμενα που ασχολούνται με το θέμα. Από την στιγμή που δεν υπάρχουν οι συσχετισμοί να γίνουν παρεμβάσεις σ’εκείνα τα μέρη, αυτές όταν πραγματοποιούνται γίνονται σε μέρη σαν τις εστίες του ΕΚΠΑ, όπου είναι γνωστή η χαλαρότητα της διοργάνωσης και η ανεκτικότητα των συμμετεχόντων. Επειδή, όμως, αυτή η φαινομενική «αδυναμία» με κοινωνικούς όρους μπορεί να αποδοθεί στο ότι είμαστε «φλώροι», «αδερφές», κτλ, και επειδή το βδέλυγμα τυχαίνει να είναι ομοφυλόφιλος, τέτοιες οργανωμένες παρεμβάσεις στα live μας θα εκλαμβάνονται ως ομοφοβικές∙ και ως τέτοιες θα αντιμετωπίζονται.
*
**
***
Αρχικά, πρέπει να τονίσουμε πώς το «8 φετίχ» ως δημιουργία έχει αρκετές φορές αναλυθεί στο κοινό με διάφορους τρόπους. Για παράδειγμα, το δελτίο τύπου που βγήκε πριν την κυκλοφορία του δίσκου αναφέρεται αρκετά ξεκάθαρα στο θεατρικό ύφος που χαρακτηρίζει τις ερμηνείες και τους στίχους των δύο mcs, καθώς και στο ότι τo «8 φετίχ» ως συνολικό έργο αποτελεί tribute στη λογοτεχνία του Μαρκήσιου ντε Σαντ. Τα δελτία τύπου, φυσικά, έχουν συχνά πολύ τυπικό χαρακτήρα και δεν μπορούν να σταθούν από μόνα τους ως τεκμήρια του τι είναι πραγματικά ο δίσκος. Γι’ αυτό, λοιπόν, το «8 φετίχ» συνοδεύεται επιπλέον από ένα 16σέλιδο booklet, το οποίο εξηγεί τα νοήματα κάθε στίχου, κάθε κομματιού. Και καμιά υπεράσπιση του βιασμού και του σεξισμού δε θα βρείτε εκεί μέσα. Λίγο μετά την κυκλοφορία του δίσκου, ανέβηκε ολόκληρος στο internet μαζί με τους στίχους, το booklet και τις αναλυτικές επεξηγήσεις των στίχων στο rapgenius.com**, για όποιον ήθελε να ακούσει, να μελετήσει, να ελέγξει και να διασταυρώσει απόψεις, φήμες και γνώμες. Στα τέλη του 2013, κυκλοφόρησε από το Θέατρο Δρόμου μια αυτοτελής έκδοση ενός βιβλίου βασισμένου στον δίσκο. Το «8 φετίχ: directors cut»***, όπως ονομάστηκε, μια συλλογή διηγημάτων και σχεδίων. Το έντυπο ξεκινά μ’ ένα πρόλογο που για άλλη μια φορά επισημαίνει τους σκοπούς των δημιουργών.
Δυστυχώς, οι ανακοινώσεις, τα δελτία, τα κείμενα, τα διηγήματα, οι επεξηγήσεις των στίχων και οι κατ’ιδίαν συζητήσεις δεν κατάφεραν να πείσουν ούτε στο ελάχιστο αυτούς/ές που μάλλον δεν ήθελαν να πειστούν. Στο live του Βδελύγματος με τον Οnesec στη Θεσσαλονίκη στα πλαίσια του φεστιβάλ σεξουαλικότητας, οι δύο καλλιτέχνες αποκαλέστηκαν ρατσιστές, σεξιστές και λίγο ή πολύ φασίστες με αφορμή τους στίχους τους από μία μικρή ομάδα ατόμων. Εκτός των στίχων, φαίνεται να ενόχλησαν και κάποια –σαφώς– ειρωνικά σχόλια ανάμεσα στα κομμάτια, που αφορούσαν την καταπιεσμένη σεξουαλικότητα μπάτσων και φασιστών. Και λέμε «σαφώς», διότι ο τρόπος με τον οποίο αυτές οι ειρωνείες λέχθηκαν, ο τόπος στον οποίο ειπώθηκαν (φεστιβάλ σεξουαλικότητας) και η αντίδραση του κόσμου (γέλια), έκαναν πασιφανείς τις προθέσεις και πέτυχαν το σκοπό τους. Το σκηνικό αυτό ακολούθησε η δημοσίευση ενός κατάπτυστου κειμένου από τη συλλογικότητα στην οποία προφανώς ανήκαν, το «περι βδελυγμάτων», που αναφέρεται στο live παραποιώντας κακεντρεχώς τα γεγονότα, υπερβάλλοντας και βγάζοντας αυθαίρετα συμπεράσματα.
Τέλος, είχαμε την τύχη να δεχτούμε μια «αντισεξιστική παρέμβαση» που έγινε σε live που συμμετείχε το Βδέλυγμα στις εστίες του ΕΚΠΑ. Πέρα από τα πολύ ουσιώδη συνθήματα και τρικάκια τύπου «ONESECBEFORETHEEND ΣΚΑΣΕ», είχαμε και άλλα που κατηγορούσαν, όχι απλά το βδέλυγμα και το θέατρο δρόμου (καθώς την ώρα που έγινε η παρέμβαση, ανέβηκαν οι jolly roger να παίξουν), αλλά γενικά το hip-hop ως σεξιστικό («ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΧΙΠ-ΧΟΠ, ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ΜΙΚΡΟΦΩΝΟ ΤΟΥ ΕΔΩΣΕ Η ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΑ»). Ακόμα κι αν υποθέσουμε πώς δεν ενοχληθήκαμε από την –από κάθε άποψη– αδικαιολόγητη επίθεση, βρίσκουμε τελείως άτοπο να κατηγορείται μια κουλτούρα που προέκυψε από τα πλέον καταπιεσμένα (αλλά ταυτόχρονα υπό διαρκή εξέγερση) στρώματα της Αμερικής, ως εκ γενετής σεξιστική. Λυπόμαστε που της γης οι κολασμένοι δεν προβάλουν από την κόλασή τους ως άγγελοι-στρατιώτες του κινήματος αλλά προσέρχονται σε αυτό με τις αντιφάσεις τους, μα δυστυχώς έτσι έχει η πραγματικότητα∙ που και πάλι πρόκειται για την επιφάνεια της πραγματικότητας, αφού κινήματα, όπως οι μαύροι πάνθηρες, μόνοι τους ή/και σε συνεργασία με αναρχικές ομάδες και το ΚΚΗΠΑ, δώσανε σκληρό αγώνα ενάντια στο σεξισμό και το μισογυνισμό. Ίσως, βέβαια, να μην ήταν στις προθέσεις να γίνει νύξη για την γέννηση του hip-hop, αλλά να εννοηθεί πως οι καλλιτέχνες (δηλαδή εμείς), ενώ το hip-hop είναι κουλτούρα του ελεύθερου λόγου, την χρησιμοποιούν έχοντας πατριαρχικές καταβολές. Ίσως να είμαστε κι εμείς με τη σειρά μας κακεντρεχείς. Όπως και να’χει, η διατύπωση δεν βοηθάει.
Το επίπεδο της συγκεκριμένης οργανωμένης παρέμβασης, αναδεικνύεται και από το εξής γεγονός: σε προσωπική κουβέντα που είχε κάποιος από εμάς με μία απ’τις συγκεκριμένες κοπέλες, ειπώθηκε πως αντίστοιχη παρέμβαση είχε γίνει πριν καιρό στο Βδέλυγμα σε live που έκανε στο σκοπευτήριο της καισαριανής. Κάτι τέτοιο όντως έγινε τότε από μία μικρή ομάδα 3-4 ατόμων (που ήταν και στις εστίες) με κάποια συνθήματα που μετά βίας ακούστηκαν, απλά το live ήταν των Jolly Roger και το βδέλυγμα έλειπε. Γίνεται φανερό, λοιπόν, πως η ενημέρωση εντός της πρωτοβουλίας ήταν ελλιπής και υποκινούνταν από προσωπικές έριδες. Γενικά, είμαστε οι πρώτοι που υποστηρίζουμε πως το προσωπικό είναι και πολιτικό, αλλά όχι κι έτσι.
Για να επιστρέψουμε όμως, έχει δημιουργηθεί ένα «φετίχ» με το «8 φετίχ». Δεν το έχουν τα μέλη του θ*δ, αλλά όσοι αρνούνται να διαβάσουν, να ακούσουν, να μελετήσουν και να συζητήσουν όλα αυτά τα οποία μοιράστηκε εξ’αρχης ανοιχτά με αφορμή το έργο η κολλεκτίβα. Τα έργα μας, ως θέατρο δρόμου, είναι αποτέλεσμα της αδιάρρηκτης σχέσης μας με το κίνημα και της εναντίωσης μας στο υπάρχον αστικό και πατριαρχικό καθεστώς. Ωστόσο δε νιώθουμε και την ανάγκη για συνεχείς υποχωρήσεις στον κάθε αυτόκλητο ηθοποιό που θέλει να παίξει το ρόλο του δήθεν κινηματικού μπάτσου της τέχνης.
Δεν πολεμάμε την πατριαρχία, απλά επειδή έτυχε να είμαστε με τη μεριά των καταπιεσμένων, όντας μέλη των κατώτερων τάξεων. Αντιθέτως, αποδίδουμε ξεχωριστή και πανανθρώπινη (χωρίς να ξεχνάμε τις ταξικές ρίζες της καταπίεσης) αξία στο ζήτημα της χειραφέτησης απ’ τη μούχλα κάθε έμφυλου διαχωρισμού. Το ίδιο το ελληνικό αστικό κράτος συγκροτήθηκε πάνω στις αξίες του συντηρητισμού, της καταπίεσης και της ομοφοβίας. Η προσπάθεια του να μιμηθεί τώρα τελευταία τους νεοφιλελεύθερους του δυτικού κόσμου δεν μας συγκινούν γιατί δε θέλουμε καμιά ελευθερία που να περνάει μέσα από την εμπορευματοποίηση και την ελευθερία της αγοράς, ούτε φυσικά καμία που να περιορίζεται σε έκφραση μέσω των καθεστωτικών ΜΜΕ και του βαθιά αντιδραστικού νεοφιλελέ lifestyle.
Η αντίθεση μας, λοιπόν, σε φαινόμενα όπως ο βιασμός, δεν είναι θεωρητική, δεν είναι αποτέλεσμα του ότι κατηγορηθήκαμε ως προπαγανδιστές του, είναι η μόνη έντιμη θέση που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος σήμερα. Για να αντιπαρατεθεί, ωστόσο, το κίνημα σε τέτοια φαινόμενα, είτε καλλιτεχνικά, είτε πολιτικά, πρέπει να του «επιτραπεί» να μιλήσει για αυτά, να μιλήσει κυριολεκτικά και μεταφορικά σε όλα τα επίπεδα του λόγου. Πίσω απ’ τη λογοκρισία ενός έργου τέχνης ή ενός πολιτικού λόγου που φωτογραφίζει την πραγματικότητα όπως αυτή είναι, κρύβεται και η διάθεση για μεταφυσικοποίηση του φαινομένου, για αποκοπή του από τους όρους που το γεννούν και για συσκότιση της αναγκαίας μελέτης που πρέπει να γίνει για την εξάλειψη του. Το «8 φετίχ» δεν προωθεί το βιασμό. Ούτε το κάνει αυτό το κομμάτι του δίσκου «Ο βιασμός του θεάματος και το θέαμα του βιασμού». Και για του λόγου το αληθές, παραθέτουμε την ανάλυση που βρίσκεται στο booklet:
«Αρκετοί από τους λεκτικούς συνειρμούς αυτής της παρουσίασης έχουν προέλθει από την καταστασιακή [αλλά και αλχημιστική] τάση αντιμετάθεσης όρων με σκοπό την κατάδειξη μιας κατάστασης ως αυτή έχει και όχι ως αυτή φαίνεται. Η μέθοδος αυτή έχει εφαρμοστεί και από αρκετούς διανοητές του αναρχικού χώρου, συνήθως βέβαια ως συμπληρωματικό κομμάτι σε μια σωρεία επιχειρημάτων. Η καταστασιακή θεωρία θέλει τη σύγχρονη κοινωνία να έχει περάσει σε μία κατάσταση όπου το επικρατέστερο δείγμα υπεροχής είναι το φαίνεσθαι, εν συγκρίσει με το παραδοσιακά καπιταλιστικό και φεουδαλικό έχειν και το ρομαντικό και φιλοσοφικό είναι.
Η κοινωνία, λοιπόν, βασίζεται στο θέαμα και αποστολή του συνειδητοποιημένου περιπλανώμενου μέσα σε αυτήν είναι να δημιουργήσει καταστάσεις τέτοιες που θα σπάσουν τη βιτρίνα αυτή και αντιστρέφοντας όρους και θέσεις θα αφυπνίσει τον πληθυσμό από το πλατωνικό σπήλαιο της οφθαλμαπάτης. Η περίπτωση που εξετάζουμε εδώ είναι αυτή ενός μεσήλικου αναρχικού, γνώστη των παραπάνω θεωριών, ο οποίος θέλει να σπάσει την οργανική βιτρίνα του θεάματος βιάζοντας ένα σύμβολό του, μία αστέρα της τηλεοπτικής σόου μπιζ. Έχοντας αφομοιώσει σε υπερβολικό – έως καταστροφικό – βαθμό τις θεωρίες της αντιστροφής, από όργανο της αναρχίας στον αγώνα εναντίον του φασισμού μετατρέπει τον εαυτό του σε ένα ιδανικό παράδειγμα φασίστα ο οποίος δρα στο όνομα της αναρχίας. Καταρρίπτει οποιαδήποτε αναρχική θεώρηση περί ισοδυναμίας των φύλων και καθιστά τον εαυτό του ισχυρότερο μπροστά στην ανυπεράσπιστη γυναίκα η οποία έχει γίνει θύμα του σε ένα μικρό στενό κακόφημης περιοχής της Αθήνας.
Η αρρωστημένη αντιστροφή των όρων πετυχαίνει απόλυτα και το σύμβολο της σόου μπιζ, η γυναίκα αυτή, γίνεται η ιδανική αμυνόμενη ενάντια στην εξουσιαστική δομή της ανδρικότητας που προσωποποιείται στον αναρχικό. Ο τελευταίος παρουσιάζει ένα προς ένα όλα τα αναρχικά φετίχ του: λιθοβολεί το πρόσωπο της γυναίκας παρομοιάζοντάς το με βιτρίνα μαγαζιού, της κλείνει τα μάτια βλέποντας σε αυτά κάμερες ασφαλείας, συνδέει τις έννοιες της ανάληψης και της κατάθεσης με την κακοποίηση του αιδοίου. Μετά από ένα αφηγηματικό κενό, παρακολουθούμε τον αντι-ήρωα κλεισμένο στη φυλακή, στο βασικό όργανο του σωφρονιστικού συστήματος. Το γεγονός που αποδεικνύεται εδώ είναι η ανώφελη ύπαρξη του συστήματος αυτού, αναποτελεσματική ακόμα και για τους στόχους των δημιουργών του, καθώς το μόνο στο οποίο εξυπηρετεί είναι η τόνωση του συναισθήματος του πείσματος εκ μέρους του σωφρονιζόμενου, ο οποίος βλέπει πως μόνο δίκιο μπορεί να έχει απέναντι σε ένα τέτοιο σύστημα εκβιασμού και εγκλεισμού.
Η όλη παρουσίαση θέλει να συνδέσει το περιεχόμενό της με τις προσμίξεις των ιδεολογιών, ειδικά στις ακραίες εκφάνσεις τους. Η σύνδεση αναρχικών και φασιστικών θεωριών είναι ένα γεγονός που έχει λάβει χώρα στην ψυχή πολλών γνωστών ιστορικών προσωπικοτήτων, η πλειονότητα των οποίων έχει, δυστυχώς χαραχτεί στις μνήμες των περισσοτέρων ως εκπρόσωπος μίας εκ των δύο ιδεολογιών. Η παραδοχή του γεγονότος αυτού είναι αρκετή για να δημιουργήσει σκάνδαλο ανάμεσα στους δογματικούς ακολούθους των προσωπικοτήτων αυτών και των κινημάτων που όρισαν. Ο “αναρχοφασισμός”, για παράδειγμα είναι ιδεολογία κατακριτέα τόσο από αναρχικούς όσο και από φασίστες. Είναι όμως ο ιδανικός τρόπος για να εξετάσει κανείς τα επίπεδα αναρχισμού και φασισμού που ενυπάρχουν στη συμπεριφορά καθεμιάς μεμονωμένης προσωπικότητας ασχέτως σε ποια ιδεολογική ομάδα ανήκει.»
Γνωρίζουμε ότι υπάρχει μια τάση να προσπερνάμε βιαστικά το νόημα ενός πράγματος όταν δεν μας αρέσει κάτι στην μορφή του, αλλά δεν περιμέναμε να υπάρξουν τέτοιες παρεξηγήσεις. Γενικά, επικρατεί μια τάση να κρίνεται η τέχνη βάση μιας αξιολόγησης που έχει να κάνει με το «ωραίο»: αυτό που ευχαριστεί, πορρώνει, αρέσει, είναι πετυχημένο ως έργο. Το «8 φετίχ», και γενικότερα τα έργα μας, δεν ενστερνίζονται αυτήν την αντίληψη. Για εμάς η τέχνη δεν είναι μόνο προς τέρψη, αλλά σκοπό έχει και να προβοκάρει, να σοκάρει, να προβληματίσει. Επομένως, οι όμορφες εικόνες απουσιάζουν και όποιος/α από τους δέκτες πορρώνεται με τη βιαιότητα ορισμένων σκηνών, απλούστατα είναι αλλοτριωμένος. Όσο περνάει από το χέρι μας, τα συζητάμε αυτά με άλλο κόσμο, και πολλές φορές έχει τύχει να κράξουμε άτομα με λανθασμένη αντίληψη στο ζήτημα. Κι αυτό, διότι δεν θεωρούμε τους εαυτούς μας την ιντελιγκέντσια της τέχνης και μας αρέσει να αλληλεπιδρούμε.
Και κάτι τελευταίο: ο σεξισμός και κάθε λογής βλακεία, είναι διάχυτος στο χώρο μας, ιδίως στο hip-hop. Στίχοι ακραίοι, προταγματικοί, ξεστομίζονται από κάγκουρες, όχι μόνο σε μαγαζιά, αλλά και σε lives του «χώρου». Το γεγονός αυτό, απ’την στιγμή που δεν υπάρχουν αντίστοιχες παρεμβάσεις, συσσωρεύει βία στα υποκείμενα που ασχολούνται με το θέμα. Από την στιγμή που δεν υπάρχουν οι συσχετισμοί να γίνουν παρεμβάσεις σ’εκείνα τα μέρη, αυτές όταν πραγματοποιούνται γίνονται σε μέρη σαν τις εστίες του ΕΚΠΑ, όπου είναι γνωστή η χαλαρότητα της διοργάνωσης και η ανεκτικότητα των συμμετεχόντων. Επειδή, όμως, αυτή η φαινομενική «αδυναμία» με κοινωνικούς όρους μπορεί να αποδοθεί στο ότι είμαστε «φλώροι», «αδερφές», κτλ, και επειδή το βδέλυγμα τυχαίνει να είναι ομοφυλόφιλος, τέτοιες οργανωμένες παρεμβάσεις στα live μας θα εκλαμβάνονται ως ομοφοβικές∙ και ως τέτοιες θα αντιμετωπίζονται.
Η πολιτική αργοσχολία είναι διαιώνιση του υπάρχοντος.
Θέατρο Δρόμου
*
**
***